- ποππύζω
- δωρ. τ. ποππύσδω, Α1. (ε νεργκαι μέσ.) συρίζω με μισόκλειστα χείλη, ιδίως για να καλέσω ζώο («τοῑς δὲ αἰλούροις καὶ τοῑς ἰχνεύμοσι... ποππύζοντες», Διόδ.)2. κράζω, φωνάζω κάποιον3. μιλώ τρυφερά, θωπεύω («καὶ τὸ παιδίον τῆς τίτθης ἀφελόμενος... ὑποκορίζεσθαι ποππύζων», Θεόφρ.)4. επευφημώ, επικροτώ5. φιλώ με συριγμό, δίνω ηχηρό φιλί6. εκπέμπω συγκεχυμένους συριστικούς ήχους με τον αυλό7. εκπέμπω άναρθρο ισχυρό ήχο από μεγάλο τρόμο8. λέω «σουτ», ζητώ να γίνει σιωπή.[ΕΤΥΜΟΛ. Ονοματοποιημένη λ., η οποία εμφανίζει εκφραστικό διπλό σύμφωνο -ππ- και ενεστωτικό διπλασιασμό πο-].
Dictionary of Greek. 2013.